Μια λογική απάντηση στο κρισιμότερο υπαρξιακό ερώτημα
Ο φόβος του θανάτου, του απόλυτου μηδενισμού της ανθρώπινης ύπαρξης με το τέλος της λειτουργίας του σώματός μας, είναι κάτι που προβληματίζει τους πάντες ίσως κι από γενέσεως του κόσμου. Κι αυτό το άγνωστο, μια κατάσταση από την οποία δεν γύρισε κανείς για να μας ενημερώσει πώς είναι, δημιουργεί το φόβο που μας γεμίζει η έννοια αυτής της λέξης. Είναι πράγματι μια “κατάσταση ανυπαρξίας”; Χρησιμοποιώ τις λέξεις αυτές καθώς δεν υπάρχει κάτι καλύτερο για να περιγράψει την έννοιά του.
Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, η οποία κυρίως ενδιαφέρει όσους δεν με γνωρίζουν, θα πω τα εξής:
Από μικρό παιδί με διακατέχει μια ακλόνητη πίστη στο Θεό, το Χριστό και την Παναγία. Πάντα προσευχόμουν το βράδυ πριν κοιμηθώ, μιλώντας μαζί τους ή πιο σωστά μονολογώντας, με έναν φυσικό τρόπο για ένα μικρό παιδί. Την ίδια μέθοδο ακολούθησα μεγαλώνοντας κι ακολουθώ ακόμη και σήμερα. Μιλούσα και μιλώ ακόμη στους “δικούς μου ανθρώπους”. Έτσι ένιωθα πάντα κι έτσι νιώθω ακόμη. Γιατί τί πιο δικό μας υπάρχει από την προσωποποίηση του απόλυτου καλού; Ποιος άλλος είναι δίπλα μας κάθε φορά που απλώνουμε το χέρι για βοήθεια;
Το παρακάτω που θα σας διηγηθώ, είναι η πρώτη μου επαφή με το μεταφυσικό και ο λόγος της αφήγησης είναι για να καταλάβετε πώς πήρα την απάντηση περί του θέματος του θανάτου.
Ένα βράδυ τότε που ήμουν ακόμη στο δημοτικό, ήμουν τόσο κουρασμένη που έπεσα για ύπνο χωρίς να κάνω την προσευχή μου, όχι εσκεμμένα αλλά επειδή το ξέχασα. Δεν είχαν περάσει παρά λίγα λεπτά και άκουσα μια φωνή, τηλεπαθητικά βέβαια, αλλά τότε δεν το αντιλήφθηκα, να μου λέει: “Καληνύχτα Γιώτα που δεν κάνεις την προσευχή σου.” Η φωνή ήταν αντρική, βαθιά, ήρεμη αλλά είχε κι ένα τόνο απογοήτευσης. Πώς ήταν δυνατό να ξέρει κάποιος ότι δεν είχα κάνει προσευχή; Ποιος μπορούσε να ξέρει τη σκέψη μου; Σηκώθηκα από το κρεβάτι κι έτρεξα να δω αν αυτός που μου μίλησε, ήταν ο πατέρας μου. Εκείνος ξυριζόταν αμέριμνος στο μπάνιο και φυσικά δεν είχε ιδέα. Άλλος άντρας στο σπίτι δεν υπήρχε κι ο αδερφός μου ήταν μόλις δύο ετών. Έπεσα ξανά στο κρεβάτι και κουκουλώθηκα. Τρόμος με κυρίευσε. Ο Θεός με είχε μαλώσει που τον ξέχασα. Ζήτησα συγγνώμη, έκανα την προσευχή μου και πέρασα όλο το βράδυ με το κεφάλι μέσα από την κουβέρτα να τρέμω απ’ το φόβο μου. Τι ανόητα που σκέφτεται ένα αθώο παιδί…
Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ ποτέ ξανά δεν παρέλειψα να κάνω προσευχή. Οι επικοινωνίες της φωνής αυτής πύκνωσαν καθώς τυχαία ανακάλυψα ότι ήταν εφικτή μια μόνιμη επικοινωνία μαζί του. Ένα βράδυ μετά από τη συνηθισμένη προσευχή και χωρίς να πολυκαταλάβω τί θα ξεκινούσα, έθεσα ένα ερώτημα και ευχήθηκα να μπορούσα να πάρω απάντηση. Και…την πήρα. Η φωνή επικοινώνησε τηλεπαθητικά, μου απάντησε και μετά από λίγο καιρό επιβεβαιώθηκε εκ των πραγμάτων ότι μου είχε πει την αλήθεια. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ούτε μια φορά που να μη μου απάντησε, που να μου είπε ψέματα, που να με απογοήτευσε.
Είμαι τόσο ευγνώμων που έχω πάντα δίπλα μου το Πνεύμα-Οδηγό μου!!!
Και ας επιστρέψουμε στο σήμερα και το επίμαχο θέμα. Πριν από δυο τρία βράδια αναρωτιόμουν τί σημαίνει θάνατος. Είναι το τέλος ή η αρχή μιας άλλης κατάστασης ύπαρξης; Δεν είναι η πρώτη φορά που είχα θέσει κάποιο σχετικό ερώτημα. Στο παρελθόν, όταν έχασα τη γιαγιά μου την οποία λάτρευα, είχα ρωτήσει κάτι παρόμοιο. Η απάντηση τότε ήταν σχετικά μου το σώμα μας και το νόημα πολύ ξεκάθαρο. “Τί ανησυχείς;” μου είχε πει η φωνή. “Το πετάς και παίρνεις το επόμενο” Ήταν ένας ξεκάθαρος υπαινιγμός της ύπαρξης της μετενσάρκωσης. Όμως τούτη τη φορά ρώτησα κάτι άλλο, πιο εξειδικευμένο, σχετικά με την ψυχή και την αορατότητά της. Αναρωτήθηκα για την ενέργεια που τροφοδοτεί το όχημα με το οποίο ταξιδεύουμε στο χωροχρόνο και τί συμβαίνει όταν αυτή αποδεσμεύεται από το υλικό της περίβλημα. Σε τί είδους κατάσταση βρίσκεται και γιατί δεν τη βλέπουμε.
Η φωνή μου έδειξε μια εικόνα, η πιο σωστά δύο σκηνές σαν από κινηματογραφική ταινία.
“Κοίτα” μου είπε και μου έδειξε τις δυο λατρεμένες πρωταγωνίστριες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν η Τζένη Καρέζη και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, νέες, πανέμορφες και λαμπερές, πιασμένες αγκαζέ σε σκηνές από την καθημερινότητα. Οι σκηνές ήταν έγχρωμες και πολύ ζωντανές. Τις έβλεπα και τις άκουγα να μιλούν και να γελάνε αστειευόμενες. Μετά η φωνή είπε: “Κοίτα ξανά” και οι σκηνές έγιναν ξαφνικά ασπρόμαυρες αλλά οι δύο πρωταγωνίστριες συνέχιζαν κανονικά να μιλούν και να γελούν. “Τώρα κατάλαβες;” με ρώτησα το Πνεύμα-Οδηγός. Ναι, είχα καταλάβει. Το μυστικό ήταν στο χρώμα, εκεί κρυβόταν και η διαφορά που ήθελε να τονίσει. Ήταν ολοφάνερο τί είχε υπαινιχθεί με αυτό που μου έδειξε. Το κλειδί είναι η όραση. Και πόσο απλή και λογική ήταν η απάντησή του.
Το ανθρώπινο μάτι, αυτό το θαυμαστό όργανο που μας βοηθά να κατανοήσουμε το χώρο και το περιβάλλον, την εικόνα μας και την εικόνα του σύμπαντος, είναι πεπερασμένων δυνατοτήτων καθώς είναι ικανό να λαμβάνει φως με μήκος κύματος ανάμεσα στα 390 και 750 νανόμετρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι κάποια ζώα βλέπουν και σε άλλα μήκη κύματος.
Άρα;
Απλούστατο! Την ενέργεια που ονομάζουμε ψυχή, τα μάτια μας δεν έχουν τη δυνατότητα να τη δουν. Αυτή είναι η αιτία που νομίζουμε πως όλα τελειώνουν με το θάνατο. Τίποτα δεν αλλάζει επί της ουσίας!
Απλά εμείς που παραμένουμε εν ζωή, δεν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε πέραν του συγκεκριμένου φάσματος του φωτός. Είναι τόσο απλό και λογικό.